- γεννητάτος
- η , ο исконный, коренной;
είναι αθηναίος γεννητάτος — он коренной афинянин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είναι αθηναίος γεννητάτος — он коренной афинянин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεννητάτος — η, ο ο ντόπιος: Είναι Κερκυραίος γεννητάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεννητάτος — η, ο [γεννητός] 1. αυτός που υπάρχει από τη γέννηση κάποιου, ο εκ γενετής 2. το αρσ. ως ουσ. ο αυτόχθων, ο γηγενής 3. το ουδ. ως ουσ. το γεννησιμιό … Dictionary of Greek